- ὁμαρτέων
- ὁμαρτέωact togetherpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… … Dictionary of Greek